αδιάσπαστος

αδιάσπαστος
η , ο [ρς, ον]
1) нерасщеплённый или нерасщепляемый; 2) неразрывный, нерасторжимый, нерушимый;

αδιάσπαστη φιλία — нерушимая дружба;

3) целый; компактный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδιάσπαστος" в других словарях:

  • ἀδιάσπαστος — not torn asunder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάσπαστος — η, ο (Α ἀδιάσπαστος, ον) [διασπῶ] 1. αυτός που δεν διασπάστηκε ή δεν μπορεί να διασπαστεί 2. αδιαχώριστος, άρρηκτος, σταθερός …   Dictionary of Greek

  • αδιάσπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να διασπαστεί, να χωριστεί: Συνδέθηκαν με φιλία που έμεινε αδιάσπαστη ως το τέλος της ζωής τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιασπάστως — ἀδιάσπαστος not torn asunder adverbial ἀδιάσπαστος not torn asunder masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάσπαστον — ἀδιάσπαστος not torn asunder masc/fem acc sg ἀδιάσπαστος not torn asunder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιασπάστοις — ἀδιάσπαστος not torn asunder masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιασπάστου — ἀδιάσπαστος not torn asunder masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιασπάστους — ἀδιάσπαστος not torn asunder masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάσπαστοι — ἀδιάσπαστος not torn asunder masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

  • άρρηκτος — η, ο (AM ἄρρηκτος, ον) ο σταθερός, ο στερεός αρχ. 1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός 2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»